- πατήσεις
- πάτησιςtreadingfem nom/voc pl (attic epic)πάτησιςtreadingfem nom/acc pl (attic)πατέωeataor subj act 2nd sg (epic)πατέωeatfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατησεῖς — πατέω eat fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαστάζω — (Α) 1. κόβω τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, κλαδεύω αμπέλι 2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον, τού κόβω τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός ή < κλάστης] … Dictionary of Greek
λαικάζω — (Α) 1. πορνεύω («βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις..., ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ 3. φρ. απρόσ. «οὐχὶ λαικάσει;» λεγόταν ως υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τής λ. ληκῶ με αι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
χαλί — (I) το, Ν 1. τάπητας 2. φρ. «θα γίνω χαλί να μέ πατήσεις» θα σού κάνω οποιαδήποτε εξυπηρέτηση, θα κάνω ό,τι μού ζητήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hali]. (II) το, Ν σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χαλή, δωρ. τ. τού χηλή «οπλή» μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ.… … Dictionary of Greek
συμπλέκτης — ο εξάρτημα του αυτοκινήτου, αμπραγιάζ: Για να αλλάξεις ταχύτατα, πρέπει να πατήσεις το συμπλέκτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπατήσεις — ἀπάτησις beguiling fem nom/voc pl (attic epic) ἀπάτησις beguiling fem nom/acc pl (attic) ἀπατάω cheat aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἀπατάω cheat fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱πατήσεις , ἀπατάω cheat futperf ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπατήσεις — ἐξαπάτησις fem nom/voc pl (attic epic) ἐξαπάτησις fem nom/acc pl (attic) ἐξαπατάω deceive aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω deceive fut ind act 2nd sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἐξαπατάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)